περίκρημνος

περίκρημνος
-ον, Α
απόκρημνος, απότομος από όλες τις πλευρές («λόφος ἐλείπετο πετρώδης καὶ περίκρημνος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κρημνός (πρβλ. από-κρημνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίκρημνος — steep all round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκρημνον — περίκρημνος steep all round masc/fem acc sg περίκρημνος steep all round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρήμνου — περίκρημνος steep all round masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρήμνῳ — περίκρημνος steep all round masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκρημνα — περίκρημνος steep all round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρώδης — ες, ΝΜΑ [πέτρα] (για τόπο) αυτός που αποτελείται από πέτρα, χωρίς αρκετό χώμα, βραχώδης, γεμάτος πέτρες («λόφος πετρώδης και περίκρημνος», Πλούτ.) αρχ. 1. (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από πέτρα («ἄνθρωποι πετρώδεις… …   Dictionary of Greek

  • περικρήμνωι — περικρήμνῳ , περίκρημνος steep all round masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”